- άδικος
- -η, -ο (Α ἄδικος, -ον)1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν)αδικία, αδίκημα4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ.-αρχ.) αδίκωςχωρίς αιτία, χωρίς λόγο. Ο νεοελλ. τ. άδικα έχει ως σημασίες: α) παρά το δίκαιο, κατά παράβαση τού δικαίου, είτε με επίγνωση είτε από πλάνηβ) άσκοπανεοελλ.1. (για πρόσωπα) κακός, ασεβής, αμαρτωλός2. μάταιος, άσκοπος, ανώφελος3. βλαβερός, κακόςαρχ.1. αυτός που αποκτήθηκε με αδικία, ο άνομος2. σκληρός3. (για τα άλογα) ατίθασος, αδάμαστος4. φρ. «ἄδικος ἡμέρα», ημέρα κατά την οποία τα δικαστήρια ήταν κλειστά«ἄρχω χειρῶν ἀδίκων», αρχίζω πρώτος να αδικώ, να επιτίθεμαι εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ἄδικος από ἀ- στερητ. και δίκη αποτελεί το επίκεντρο μιας σειράς παραγώγων και σύνθετων λέξεων τής Ελληνικής, με τις οποίες δηλώθηκαν έννοιες και όροι ηθικής, κοινωνικής, πολιτικής και δικανικής σημασίας. Η λ. ἄδικος δεν υπάρχει στον Όμηροαπαντά από τον Ησίοδο και εξής (Έργα και Ημέραι 260). Από το ἄδικος πλάστηκε το ρ. ἀδικέω, τού οποίου την έννοια ο Αριστοτέλης ορίζει επιγραμματικά ως «τὸ βλάπτειν ἑκόντα παρὰ τὸν νόμον» (Ρητορική 1368b, 6), που σημαίνει «προξενώ βλάβη εσκεμμένα και κατά παράβαση τών νόμων». Από τον Ηρόδοτο και εξής χρησιμοποιήθηκε και το ἀδικία, παράγωγο τού ἄδικος, που αρχικά δήλωνε την «ιδιότητα τού να είναι κανείς άδικος». Ωστόσο «η πράξη (και το αποτέλεσμα) τού αδικείν» δηλώθηκε στην αρχή από παράγωγο τού ἀδικῶ, τη λ. ἀδίκημα, που ο Αριστοτέλης πάλι αντιπαραθέτει προς το ἀτύχημα «σφάλμα ή έγκλημα από άγνοια» — το ἁμάρτημα αποτελεί γι' αυτόν τη «μεσότητα», τη μέση μεταξύ αδικήματος και ατυχήματος κατάσταση, για περιπτώσεις δηλ. που αποφεύγεται να δηλωθεί αν ένα παράπτωμα έγινε από σκοπιμότητα ή από άγνοια. Από τους Στωικούς δημιουργείται αργότερα ο όρος ἀδίκευσις με έμφαση στη διάπραξη «ηθικού παραπτώματος» (η αδικία ως ενέργεια αντιβαίνουσα προς την ηθική) και κατ' αντιδιαστολή προς το νομικό-πολιτικό περισσότερο περιεχόμενο που απέκτησαν στην πράξη από τη χρήση οι (παλαιότεροι) όροι ἀδίκημα και ἀδικία [αντίστοιχη διάκριση επιχειρήθηκε στη νεοελληνική γλώσσα (σε διαλέκτους) με τη δημιουργία του ρ. ἀδικεύω παρά το ἀδικῶ]. Τέλος, καθαρά νομική-δικανική σημασία απέκτησε ο όρος ἀδίκιον (πρβλ. ἀδικίου γραφή «αγωγή για συγκεκριμένο αδίκημα»), που αρχικά (στον Ηρόδοτο) χρησιμοποιήθηκε με την έννοια τού αδικήματος. Για το πλήθος τών συνθέτων που σχηματίστηκαν με α' συνθετικό το ἄδικος (και το άδικα στη Νεοελληνική) βλ. λ. αδικο-.ΠΑΡ. αδικία, αδικώαρχ.ἀδίκιοννεοελλ.αδικεύω.ΣΥΝΘ. αδικοπραγώαρχ.ἀδικοπραξία, ἀδικομαχία, ἀδικομήχανος, ἀδικοπήμων, ἀδικόχειρνεοελλ.αδικοβάζω (-βάλλω, -βάνω, -βγάζω, -βγάλλω, -βγάνω), αδικογερνώ, αδικοθανατεύω, αδικοθάνατος, αδικοκράτης, αδικοκρατώ, αδικοκρίνω, αδικόλαλος, αδικομαζεύω, αδικομαζώνω, αδικοπαντρεύομαι, αδικοπεθαίνω, αδικοπηγαίνω, αδικοπλουτίζω, αδικοπονεμένος, αδικοπραξία, αδικοσκότωμα, αδικοσκοτώνω, αδικοσφαγμένος, αδικοτυραννώ, αδικοφονεμένος, αδικοφονιάς, αδικοφορτώνω, αδικοχαμός, αδικοχάνω κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.